Τενοντοελυτρίτιδα De Quervain

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

    Τι είναι η τενοντοελυτρίτιδα De Quervain;

    Η τενοντοελυτρίτιδα De Quervain είναι μια επώδυνη κατάσταση που επηρεάζει τους τένοντες της βάσης του αντίχειρα. Ειδικότερα, επηρεάζει τον μακρό απαγωγό και τον βραχύ εκτείνοντα του αντίχειρα. Παρόλο που δεν είναι γνωστή η ακριβής αιτία της νόσου, οποιαδήποτε δραστηριότητα που βασίζεται σε επαναλαμβανόμενες κινήσεις του καρπού ή του αντίχειρα, μπορεί να πυροδοτήσει ή να επιδεινώσει τη νόσο.

    Η συνεχής επαγωγή του αντίχειρα ευθύνεται για την εκδήλωση της νόσου. Συνήθως οι ασθενείς που εκδηλώνουν αυτόν τον τύπο τενοντίτιδας είναι γυναίκες που προσφάτως έχουν γίνει μητέρες. Η εμφάνιση της πάθησης σε αυτή την ομάδα ασθενών σχετίζεται με τη φροντίδα ενός νεογέννητου, η οποία απαιτεί επαναλαμβανόμενες κινήσεις του καρπού ή του αντίχειρα.

     

    Με ποια συμπτώματα εμφανίζεται η τενοντοελυτρίτιδα De Quervain;

    Τα συμπτώματα της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain περιλαμβάνουν πόνο και οίδημα στη βάση του αντίχειρα και στη στυλοειδή απόφυση της κερκίδας. Ο πόνος συνήθως  επιδεινώνεται με τις κινήσεις του καρπού, υποβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Επίσης, παρατηρείται δυσκολία κίνησης και αίσθημα «μαγκώματος» του αντίχειρα και του καρπού.

    Εάν η κατάσταση παραταθεί χωρίς θεραπεία, ο πόνος μπορεί να εξαπλωθεί στον αντίχειρα, στο αντιβράχιο ή και στα δύο. Ο πόνος επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας ή σε περιπτώσεις όπου ο αντίχειρας παραμένει αδρανής για μεγάλο χρονικό διάστημα.

    Η συνεχόμενη επανάληψη μιας συγκεκριμένης κίνησης μπορεί να ερεθίσει το περίβλημα γύρω από τους δύο τένοντες (έλυτρο). Ως επέκταση αυτού του ερεθισμού μπορεί να προκληθεί πάχυνση και οίδημα που περιορίζει την κίνησή τους. Άλλες αιτίες της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain περιλαμβάνουν:

    • τον άμεσο τραυματισμό στον καρπό ή τον τένοντα
    • τον ουλώδη ιστό που μπορεί να περιορίσει την κίνηση των τενόντων
    • τις φλεγμονώδεις αρθρίτιδες, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα

     

    Ποιοι είναι οι προδιαθεσικοί παράγοντες για την εκδήλωση της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain και πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;

    Οι παράγοντες κινδύνου για την τενοντοελυτρίτιδα De Quervain περιλαμβάνουν την ηλικία 30 – 50 ετών, το γυναικείο φύλο, την εγκυμοσύνη, τη λοχεία και τη φροντίδα των μωρών. Η επανειλημμένη ανύψωση των βρεφών συνεπάγεται τη χρήση των αντιχείρων ως μοχλό και μπορεί επίσης να σχετίζεται με την κατάσταση.

    Η διάγνωση της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain είναι κλινική και βασίζεται στη διαγνωστική δοκιμασία Finkelstein. Οι απεικονιστικές εξετάσεις γενικά δεν χρειάζονται για τη διάγνωση της νόσου.

     

    Συντηρητική θεραπεία

    Η θεραπεία της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain στοχεύει στη μείωση της φλεγμονής, στη διατήρηση της κίνησης στον αντίχειρα και στην πρόληψη της υποτροπής. Εάν η θεραπεία ξεκινήσει νωρίς, τα συμπτώματα αναμένονται να βελτιωθούν εντός τεσσάρων έως έξι εβδομάδων. Εάν η τενοντοελυτρίτιδα De Quervain ξεκινά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τα συμπτώματα είναι πιθανό να τελειώσουν περίπου στο τέλος της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού.

    Η χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, καθώς και η τοπική έγχυση κορτικοστεροειδών  μπορεί να μειώσει τον πόνο και το οίδημα. Εάν η θεραπεία ξεκινήσει μέσα στους πρώτους έξι μήνες των συμπτωμάτων, οι περισσότεροι άνθρωποι αναρρώνουν πλήρως μετά την τοπική έγχυση κορτιζόνης, συχνά μετά από μία μόνο ένεση.

    Η αρχική θεραπεία της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain μπορεί να περιλαμβάνει ακινητοποίηση του αντίχειρα και της πηχεοκαρπικής με νάρθηκα την αποφυγή των επαναλαμβανόμενων κινήσεων του αντίχειρα, την εφαρμογή πάγου στην πληγείσα περιοχή και τη φυσικοθεραπεία.

    Χειρουργική αντιμετώπιση

    Εάν η περίπτωση είναι πιο σοβαρή, μπορεί να πραγματοποιηθεί χειρουργική επέμβαση. Η χειρουργική επέμβαση είναι χειρουργείο ημέρας και πραγματοποιείται υπό τοπική αναισθησία. Η επέμβαση συνίσταται στην χειρουργική διάνοιξη του ελύτρου των τενόντων, ώστε να απελευθερωθεί η πίεση και οι τένοντες να γλιστρούν ελεύθερα. Τα ράμματα κόβονται 3 εβδομάδες μετά το χειρουργείο.

    Οι επιπλοκές της επέμβασης περιλαμβάνουν τραυματισμό του αισθητικού κλάδου του επιπολής κερκιδικού νεύρου, το σχηματισμό νευρώματος και το σύνδρομο σύμπλοκου περιοχικού πόνου.

    Ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός Δρ. Αντώνιος Πέττας έχοντας μεγάλη εμπειρία σε ορθοπαιδικά ζητήματα και έχοντας πραγματοποιήσει πληθώρα χειρουργικών επεμβάσεων βρίσκεται στη διάθεσή σας για να σας παρέχει εξατομικευμένη διάγνωση και να σας προτείνει το καλύτερο θεραπευτικό πλάνο. Επικοινωνήστε άμεσα μαζί μας και κλείστε το ραντεβού σας, εάν νομίζετε ότι έχετε συμπτώματα που υποδηλώνουν τενοντοελυτρίτιδα De Quervain.








    Τα ακριβή αίτια εμφάνισής της δεν έχουν καθοριστεί με ακρίβεια, όμως οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις του καρπού ή του αντίχειρα μπορούν να πυροδοτήσουν ή να επιδεινώσουν τα συμπτώματα της τενοντοελυτρίτιδας de Quervain. Επίσης, μπορεί να προκληθεί από:

    • Άμεσο τραυματισμό του καρπού
    • Εμφάνιση ουλώδους ιστού που ενδέχεται να περιορίσει την κίνηση των τενόντων
    • Φλεγμονώδεις αρθρίτιδες (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα)





    Οι προδιαθεσικοί παράγοντες εκδήλωσης της τενοντοελυτρίτιδας de Quervain είναι οι κάτωθι:

    • Ηλικία από 30 έως 50 ετών
    • Γυναικείο φύλο
    • Εγκυμοσύνη
    • Λοχεία
    • Φροντίδα μωρών





    Η τενοντοελυτρίτιδα de Quervain εμφανίζεται με τα παρακάτω συμπτώματα:

    • Πόνος κατά την κίνηση του αντίχειρα
    • Επιδείνωση πόνου κατά τη διάρκεια της νύχτας ή σε περιπτώσεις που παραμένει αδρανής ο αντίχειρας για μεγάλο χρονικό διάστημα
    • Δυσκολία κίνησης του αντίχειρα
    • «Μάγκωμα» του αντίχειρα ή του καρπού





    Η διάγνωση της πάθησης πραγματοποιείται κυρίως μέσω της κλινικής εξέτασης του ασθενούς και της δοκιμασίας Finkelstein. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι απεικονιστικές εξετάσεις δεν είναι απαραίτητες για τη διάγνωση.





    Η τενοντοελυτρίτιδα de Quervain αντιμετωπίζεται με συντηρητική θεραπεία ή με χειρουργική επέμβαση, αναλόγως της σοβαρότητάς της. Πιο συγκεκριμένα, η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει την ακινητοποίηση του αντίχειρα και της πηχεοκαρπικής άρθρωσης με ειδικό νάρθηκα, αποφυγή δραστηριοτήτων που επιδεινώνουν τα συμπτώματα και φυσικοθεραπεία. Επίσης, χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεφμονώδη φάρμακα ή  πραγματοποιείται τοπική έγχυση κορτικοστεροειδών.

    Επί αποτυχίας των συντηρητικών μεθόδων, η οριστική ανακούφιση επιτυχγάνεται χειρουργικά. Η χειρουργική επέμβαση είναι χειρουργείο ημέρας, πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία και ο ασθενής επιστρέφει άμεσα στις καθημερινές του δραστηριότητες.