Ραιβοϊπποποδία

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

    Η ραιβοϊπποποδία είναι μια παραμόρφωση στην οποία το πόδι του βρέφους στρέφεται προς τα μέσα. Συχνά αυτό συμβαίνει τόσο έντονα που το πέλμα βλέπει προς τα πλάγια ή ακόμη και προς τα πάνω. Περίπου ένα βρέφος σε κάθε 1.000 γεννήσεις θα γεννηθεί με ραιβοϊπποποδία. Το γεγονός αυτό την καθιστά μία από τις πιο συχνές συγγενείς παραμορφώσεις των ποδιών.

    Στη ραιβοϊπποποδία, οι τένοντες που συνδέουν τους μύες με τα οστά των ποδιών είναι κοντοί και σφιχτοί, κάνοντας το πόδι να στρίβει προς τα μέσα. Παρόλο που η ραιβοϊπποποδία διαγιγνώσκεται κατά τη γέννηση, πολλές περιπτώσεις εντοπίζονται για πρώτη φορά κατά τον προγεννητικό υπέρηχο. Περίπου στο 50% των ασθενών, επηρεάζονται και τα δύο πόδια. Τα αγόρια είναι δύο φορές πιο πιθανό από τα κορίτσια να πάσχουν από ραιβοϊπποποδία.

    Ανατομία ποδιού

    Η ραιβοϊπποποδία μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως σοβαρή, αλλά συνήθως έχει την ίδια γενική εμφάνιση. Το πόδι στρέφεται προς τα μέσα και υπάρχει συχνά μια βαθιά πτυχή στο κάτω μέρος του ποδιού. Στα άκρα που πάσχουν από ραιβοϊπποποδία, το πόδι είναι ελαφρώς βραχύτερα από το κανονικό και η γαστροκνημία είναι λεπτότερη λόγω των υπανάπτυκτων μυών. Αυτές οι διαφορές είναι πιο εμφανείς σε παιδιά με ετερόπλευρη ραιβοϊπποποδία.

     

    Ραιβοϊπποποδία: Αίτια

    Οι ερευνητές εξακολουθούν να είναι αβέβαιοι για την αιτία της ραιβοϊπποποδίας. Η πιο ευρέως αποδεκτή θεωρία είναι ότι η ραιβοϊπποποδία προκαλείται από ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Αυτό που είναι γνωστό, ωστόσο, είναι ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος σε οικογένειες με ιστορικό ραιβοϊπποποδίας.

     

    Ραιβοϊπποποδία: Αντιμετώπιση

    Η ραιβοϊπποποδία δεν είναι επώδυνη κατά τη βρεφική ηλικία. Ωστόσο, εάν η πάθηση δεν αντιμετωπιστεί, το πόδι θα παραμείνει παραμορφωμένο και το παιδί δεν θα μπορεί να περπατήσει κανονικά. Ωστόσο, με την κατάλληλη θεραπεία, η πλειονότητα των παιδιών μπορεί να απολαύσει ένα ευρύ φάσμα σωματικών δραστηριοτήτων με ελάχιστο ίχνος παραμόρφωσης. Οι περισσότερες περιπτώσεις ραιβοϊπποποδίας αντιμετωπίζονται επιτυχώς με μη χειρουργικές μεθόδους που μπορεί να περιλαμβάνουν συνδυασμό διατάσεων, γύψων και κηδεμόνων. Η θεραπεία αρχίζει συνήθως λίγο μετά τη γέννηση.

    Η ραιβοϊπποποδία παρουσιάζεται είτε μεμονωμένη (ιδιοπαθής) είτε σε συνδυασμό με άλλες συγγενείς ανωμαλίες και νευρομυϊκά νοσήματα (π.χ. αρθρογρύπωση). Στη δεύτερη περίπτωση, η πάθηση μπορεί να είναι πιο ανθεκτική στη θεραπεία, να απαιτείται μακρύτερη πορεία συντηρητικής θεραπείας ή ακόμη και πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις. Ανεξάρτητα από τον τύπο ή τη σοβαρότητα, η ραιβοϊπποποδία δεν θα βελτιωθεί χωρίς θεραπεία. Ένα παιδί με μη θεραπευθείσα ραιβοϊπποποδία θα περπατά στην εξωτερική άκρη του ποδιού αντί για το πέλμα. Θα αναπτύσσει οδυνηρούς κάλους, δεν θα μπορεί να φοράει παπούτσια και θα έχει επώδυνα πόδια που θα περιορίζουν συχνά τη δραστηριότητα. Οι γονείς των βρεφών που έχουν γεννηθεί με ραιβοϊπποποδία και δεν έχουν άλλα σημαντικά ιατρικά προβλήματα θα πρέπει να διαβεβαιώνονται ότι με τη σωστή θεραπεία το παιδί τους θα έχει φυσιολογικά πόδια που θα επιτρέπουν μια φυσιολογική, ενεργή ζωή.

    Θεραπεία

    Ο στόχος της θεραπείας είναι να αποκτηθεί ένα λειτουργικό, ανώδυνο πόδι που επιτρέπει τη στάση και τη βάδιση με το πέλμα του ποδιού στο έδαφος. Η αρχική θεραπεία της ραιβοϊπποποδίας είναι συντηρητική, ανεξάρτητα από το πόσο σοβαρή είναι η παραμόρφωση. Πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη τεχνική είναι η μέθοδος Ponseti, η οποία χρησιμοποιεί διατάσεις και διαδοχικούς γύψους για να διορθώσει σταδιακά την παραμόρφωση. Η θεραπεία θα πρέπει ιδανικά να ξεκινήσει λίγο μετά τη γέννηση, αλλά και μεγαλύτερα μωρά έχουν επίσης αντιμετωπιστεί επιτυχώς με τη μέθοδο Ponseti. Το πόδι του μωρού τεντώνεται απαλά και συγκρατείται σε θέση διόρθωσης με μηροκνημοποδικό γύψο.

    Κάθε εβδομάδα αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται έως ότου το πόδι βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Για τα περισσότερα βρέφη, αυτή η βελτίωση διαρκεί περίπου 6 έως 8 εβδομάδες. Μετά την περίοδο χειρισμών και γύψων, περίπου το 90% των μωρών θα χρειαστεί μια μικρή επέμβαση για την απελευθέρωση του Αχίλλειου τένοντα, η οποία πραγματοποιείται διαδερμικά. Κατόπιν εφαρμόζεται νέος γύψος για 3 εβδομάδες, και όταν αφαιρεθεί, η ραιβοϊπποποδία θα έχει διορθωθεί σχεδόν πλήρως. Επειδή, ακόμα και μετά από επιτυχημένη θεραπεία, η ραιβοϊπποποδία έχει την τάση να υποτροπιάζει, το μωρό θα χρειαστεί να φορέσει έναν κηδεμόνα για μερικά χρόνια, προκειμένου να διατηρηθεί η διόρθωση.

    • Η ιδιοπαθής ραιβοϊπποποδία λόγω λανθασμένης θέσης κατά την κύηση
    • Η ραιβοϊπποποδία λόγω νευρολογικών παραγόντων

    • Κληρονομικότητα
    • Γενετικοί παράγοντες
    • Περιβαλλοντικοί παράγοντες

    Είναι μία  συντηρητική θεραπεία της πάθησης με την μέθοδο γύψων. Ουσιαστικά η εφαρμογή γύψων πραγματοποιείται για 5-7 διαδοχικές εβδομάδες στο πόδι του βρέφους. Στόχος είναι η αποκατάσταση και αντιμετώπιση της της υγείας των δύσκαμπτων τενόντων και συνδέσμων του άκρου ποδός.

    Η διάγνωση μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν την γέννηση με υπερηχογράφημα ή μετά τη γέννηση με ακτινογραφία και κλινική εξέταση.

    Για περιπτώσεις ραιβοϊπποποδίας, απευθυνθείτε στον Χειρουργό Ορθοπαιδικό, Δρ. Αντώνη Πέττα. Ο γιατρός εξειδικεύεται σε παθήσεις ποδοκνημικής και έχει μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση περιστατικών ραιβοϊπποποδίας. Αντιμετωπίστε άμεσα την πάθηση για σωστή κινητικότητα του βρέφους.