Τενοντοελυτρίτιδα De Quervain

Η τενοντοελυτρίτιδα De Quervain είναι μια επώδυνη κατάσταση που επηρεάζει τους τένοντες της βάσης του αντίχειρα (μακρός απαγωγός του αντίχειρα, βραχύς εκτείνων τον αντίχειρα). Παρόλο που δεν είναι γνωστή η ακριβής αιτία της νόσου, οποιαδήποτε δραστηριότητα που βασίζεται σε επαναλαμβανόμενες κινήσεις του καρπού ή του αντίχειρα, μπορεί να πυροδοτήσει ή να επιδεινώσει τη νόσο.

Τα συμπτώματα της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain περιλαμβάνουν πόνο και οίδημα στη βάση του αντίχειρα και στη στυλοειδή απόφυση της κερκίδας. Επίσης παρατηρείται δυσκολία κίνησης και αίσθημα «μαγκώματος» του αντίχειρα και του καρπού. Εάν η κατάσταση παραταθεί χωρίς θεραπεία, ο πόνος μπορεί να εξαπλωθεί στον αντίχειρα, στο αντιβράχιο ή και στα δύο.

Η συνεχόμενη επανάληψη μιας συγκεκριμένης κίνησης μπορεί να ερεθίσει το περίβλημα γύρω από τους δύο τένοντες (έλυτρο), προκαλώντας πάχυνση και οίδημα που περιορίζει την κίνησή τους. Άλλες αιτίες της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain περιλαμβάνουν τον άμεσο τραυματισμό στον καρπό ή τον τένοντα, τον ουλώδη ιστό που μπορεί να περιορίσει την κίνηση των τενόντων και τις φλεγμονώδεις αρθρίτιδες, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα

Οι παράγοντες κινδύνου για την τενοντοελυτρίτιδα De Quervain περιλαμβάνουν την ηλικία 30 – 50 ετών, το γυναικείο φύλο, την εγκυμοσύνη, τη λοχεία και τη φροντίδα των μωρών. Η επανειλημμένη ανύψωση των βρεφών συνεπάγεται τη χρήση των αντιχείρων ως μοχλό και μπορεί επίσης να σχετίζεται με την κατάσταση.

Η διάγνωση της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain είναι κλινική και βασίζεται στη διαγνωστική δοκιμασία Finkelstein. Οι απεικονιστικές εξετάσεις γενικά δεν χρειάζονται για τη διάγνωση της νόσου.

Η θεραπεία της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain στοχεύει στη μείωση της φλεγμονής, στη διατήρηση της κίνησης στον αντίχειρα και στην πρόληψη της υποτροπής. Εάν η θεραπεία ξεκινήσει νωρίς, τα συμπτώματα αναμένονται να βελτιωθούν εντός τεσσάρων έως έξι εβδομάδων. Εάν η τενοντοελυτρίτιδα De Quervain ξεκινά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τα συμπτώματα είναι πιθανό να τελειώσουν περίπου στο τέλος της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού.

Η χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων καθώς και η τοπική έγχυση κορτικοστεροειδών  μπορεί να μειώσει τον πόνο και το οίδημα. Εάν η θεραπεία ξεκινήσει μέσα στους πρώτους έξι μήνες των συμπτωμάτων, οι περισσότεροι άνθρωποι αναρρώνουν πλήρως μετά την ένεση κορτικοστεροειδών, συχνά μετά από μία μόνο ένεση. Η αρχική θεραπεία της τενοντοελυτρίτιδας De Quervain μπορεί να περιλαμβάνει ακινητοποίηση του αντίχειρα και της πηχεοκαρπικής με νάρθηκα την αποφυγή των επαναλαμβανόμενων κινήσεων του αντίχειρα, την εφαρμογή πάγου στην πληγείσα περιοχή και τη φυσικοθεραπεία.

Εάν η περίπτωση είναι πιο σοβαρή, μπορεί να πραγματοποιηθεί χειρουργική επέμβαση. Η χειρουργική επέμβαση είναι χειρουργείο ημέρας και πραγματοποιείται υπό τοπική αναισθησία. Η επέμβαση συνίσταται στην χειρουργική διάνοιξη του ελύτρου των τενόντων, ώστε να απελευθερωθεί η πίεση και οι τένοντες να γλιστρούν ελεύθερα. Τα ράμματα κόβονται 3 εβδομάδες μετά το χειρουργείο. Οι επιπλοκές της επέμβασης περιλαμβάνουν τραυματισμό του αισθητικού κλάδου του επιπολής κερκιδικού νεύρου, το σχηματισμό νευρώματος και το σύνδρομο σύμπλοκου περιοχικού πόνου.