Η νόσος Dupuytren είναι μια εξελισσόμενη πάθηση του χεριού που αναπτύσσεται αργά για μια περίοδο ετών, παραμορφώνοντας σταδιακά το χέρι λόγω των οζιδίων του ιστού που σχηματίζονται στην παλάμη. Αυτά τα οζίδια (κόμποι) τραβούν τα δάχτυλα σε μια μόνιμη θέση κάμψης.
Αρχικά, στην παλάμη του χεριού εμφανίζονται μικρά οζίδια. Καθώς η νόσος εξελίσσεται, αυτά τα οζίδια μεγαλώνουν σε μέγεθος. Πάνω από αυτά τα οζίδια, η επιδερμίδα αποκτά μια λαμπερή όψη. Τα οζίδια αυτά μπορεί να είναι επώδυνα στην ψηλάφηση, είτε να μην προκαλούν καθόλου πόνο. Σταδιακά δημιουργούνται παχείς, ινώδεις ιστοί, που μοιάζουν με κορδόνια, στην παλάμη κοντά στο μικρό δάκτυλο και τον παράμεσο, επηρεάζοντάς τους έτσι ώστε ακόμη και με προσπάθεια, να μην μπορούν να εκταθούν. Αυτή η ενδεχόμενη παραμόρφωση μπορεί να επηρεάσει καθημερινές δραστηριότητες, όπως η κίνηση των χεριών, το πλύσιμο των χεριών, κλπ. Σε μεταγενέστερα στάδια της πάθησης, αυτά τα κορδόνια ιστού τραβούν τα δάχτυλα προς την παλάμη σε μια μόνιμη θέση κάμψης. Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί αμφοτερόπλευρα, αν και συνήθως το ένα χέρι επηρεάζεται πιο σοβαρά.
Η αιτία της νόσου είναι άγνωστη. Έχουν εντοπισθεί, μόνο κάποιοι προδιαθεσικοί παράγοντες. Οι διαβητικοί άνδρες άνω των 50 ετών είναι η η πιο συχνά προσβεβλημένη ομάδα ασθενών. Οι κάτοικοι της Βόρειας Ευρώπης έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της πάθησης. Οι μικροσκοπικές αλλαγές στα αιμοφόρα αγγεία των καπνιστών μπορεί να είναι ένας παράγοντας που προκαλεί τη νόσο Dupuytren.
Η θεραπεία έχει σκοπό να «σπάσει» τα κορδόνια που έχουν σχηματιστεί στην παλάμη. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος περιλαμβάνει τη χρήση βελόνας, με την οποία ο γιατρός, διαδερμικά, κάνει τρύπες στα ινώδη κορδόνια για να διαλύσει τον ιστό. Αυτή η μέθοδος παρέχει ένα παράθυρο 3 έως 5 ετών όπου τα συμπτώματα θα εξαφανιστούν. Στο τέταρτο ή πέμπτο έτος μετά τη θεραπεία, οι πιθανότητες είναι ότι η νόσος θα υποτροπιάσει. Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι ότι μπορεί να γίνει σε πολλά δάχτυλα ταυτόχρονα, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος επιπλοκών λόγω βλάβης σε νεύρο ή τένοντα. Μπορούν επίσης να χορηγηθούν διαδερμικά ενέσεις ενζύμων που έχουν ως σκοπό να διασπάσουν χημικά τον ινώδη ιστό και να απελευθερώσουν τα δάκτυλα. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, απαιτείται χειρουργική επέμβαση με την οποία κόβεται και αφαιρείται ο ινώδης ιστός, με αποτέλεσμα μακροχρόνια ανακούφιση. Μετεγχειρητικά χρειάζεται φυσικοθεραπεία και εργοθεραπεία.