Ο πρόσθιος κνημιαίος μυς βρίσκεται στην πρόσθια-έξω επιφάνεια της κνήμης. Εκφύεται από τον έξω κνημιαίο κόνδυλο, τα άνω δυο τριτημόρια της εξωτερικής επιφάνειας της κνήμης και τον παρακείμενο μεσόστεο υμένα και καταφύεται στο έσω σφηνοειδές και το 1ο μετατάρσιο. Η σύσπαση του προκαλεί ραχιαία έκταση και πρηνισμό του άκρου ποδός. Ο πρόσθιος κνημιαίος μυς βρίσκεται στο πρόσθιο διαμέρισμα της κνήμης. Νευρώνεται από το εν τω βάθει περονιαίο νεύρο και ο κυριότερος ανταγωνιστής του είναι ο μακρός περονιαίος μυς. Ο πρόσθιος κνημιαίος δρα στη βάδιση, το τρέξιμο, το λάκτισμα, οποιαδήποτε δραστηριότητα που απαιτεί την κίνηση ή τη διατήρηση της κάθετης θέσης του ποδιού.
Όταν ο πρόσθιος κνημιαίος είναι υπερβολικά ενεργός ή σφιχτός (εγκεφαλική παράλυση, μυϊκή δυστροφία, σπαστική ραιβοϊπποποδία, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο), τείνει να τραβά το έσω τμήμα του ποδιού. Οι μύες που εξισορροπούν αυτήν την κίνηση στο έξω τμήμα του ποδιού είναι συχνά αδύναμοι και δεν μπορούν να διατηρήσουν το πόδι σε φυσιολογική θέση. Αυτό αναγκάζει τον ασθενή να βάζει βάρος στο εξωτερικό άκρο του ποδιού, προκαλώντας πόνο και δερματικά έλκη, καθώς και δυσκολίες στη βάδιση και τη χρήση υποδημάτων. Η επέμβαση SPLATT εξισορροπεί την έλξη που ασκεί ο πρόσθιος κνημιαίος, έτσι ώστε το πόδι να ανυψώνεται κατ’ ευθείαν αντί να έλκεται μόνο από την έσω μεριά.
Η χειρουργική επέμβαση SPLATT πραγματοποιείται υπό γενική ή περιοχική αναισθησία. Κατά την επέμβαση SPLATT, ο τένοντας του προσθίου κνημιαίου κόβεται επιμήκως στα δυο, με το μήκος κάθε τενόντιου τεμαχίου να είναι περίπου 10 cm. Ο μισός τένοντας μεταφέρεται στο έξω τμήμα του άκρου ποδός και καθηλώνεται στο κυβοειδές ή στους περονιαίους. Η καθήλωση γίνεται συνήθως με απορροφήσιμη βίδα ή άγκυρα. Ενδεχομένως να απαιτηθεί επιμήκυνση του Αχίλλειου τένοντα, επιμήκυνση του οπίσθιου κνημιαίου, επιμήκυνση των καμπτήρων τενόντων των δακτύλων ή αρθρόδεση αστραγαλοσκαφοειδούς.
Μετεγχειρητικά, οι ασθενείς θα πρέπει να χρησιμοποιούν βακτηρίες, να μη φορτίζουν το χειρουργημένο πόδι και να έχουν έναν κνημοποδικό νάρθηκα για 6 εβδομάδες. Χρειάζονται αντιπηκτικές ενέσεις για 6 εβδομάδες για την πρόληψη της εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης. Η αφαίρεση των ραμμάτων γίνεται 2 εβδομάδες μετά την επέμβαση. Οι επιπλοκές της επέμβασης περιλαμβάνουν παραμόρφωση, πόνο και δυσκαμψία, λοιμώξεις, εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση, σύνδρομο ταρσιαίου σωλήνα, νευρικές κακώσεις και νευροπαθητικό πόνο. Η ακούσια επιμήκυνση του τένοντα του οπίσθιου κνημιαίου μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική διόρθωση της παραμόρφωσης. Η επέμβαση έχει συνήθως καλά αποτελέσματα, βελτιώνει την ευθυγράμμιση του άκρου ποδός και βελτιώνει την ικανότητα των ασθενών για χρήση υποδημάτων, κίνηση και βάδιση χωρίς τη χρήση κηδεμόνων και βοηθημάτων.